- αγιοταφίτικος
- -η, -ο και -ός, -ή, -ό [Άγιος Τάφος]αυτός που ανήκει στον Άγιο Τάφο ή προέρχεται από αυτόν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγιοταφίτικος — η, ο αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τον Άγιο Tάφο: Κοντά στο χωριό υπήρχε ένα μετόχι αγιοταφίτικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγιοταφικός — ή, ό [Άγιος Τάφος] ο αγιοταφίτικος* … Dictionary of Greek